Dictionary of Greek. 2013.
πραιφεκτορία — ή, ΜΑ και πρεφεκτορία Μ η αρχή τού πραιφέκτου. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. praefectura «προστασία» < praeficio «προΐσταμαι»] … Dictionary of Greek